- ἐξαιμάττοντος
- ἐξαιμάσσωmake quite bloodypres part act masc/neut gen sg (attic)ἐξαιμάσσωmake quite bloodypres part act masc/neut gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαιμάσσω — ἐξαιμάσσω και αττ. τ. ἐξαιμάττω (Α) [αιμάσσω] 1. κάνω να ματώσει, να γεμίσει αίματα («ἐξαιμάσσω τῇ μάστιγι») 2. αναζωπυρώνω, ανανεώνω («ὡς ἐξαιμάττοντος τὰς λύπας», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek